Σε συνέχεια της προηγούμενης τοποθέτησης, νομίζω ότι
όταν αναφερόμαστε σε εθνικά ζητήματα θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα
προσεκτικοί, ακόμα και όταν καταγγέλλουμε ή ασκούμε κριτική και
έμμεσα παραδεχόμαστε ή αναγνωρίζουμε διεκδικήσεις που στρέφονται κατά της
πατρίδας μας: ότι δηλαδή η Ελλάδα παραιτείται κυριαρχικών της ή
άλλων δικαιωμάτων, διότι αυτές οι τοποθετήσεις καταγράφονται και
αφήνουν στίγμα.
Κυρίες και κύριοι
συνάδελφοι, διανύουμε μια ιδιότυπη κοινοβουλευτική περίοδο εξαιτίας των
εξελίξεων στα δύο μεγαλύτερα κόμματα της Αντιπολίτευσης. Και αυτό δεν
αποτελεί μία γενική πολιτική παρατήρηση, αλλά αφορά τη στάση
αυτών των κομμάτων απέναντι στις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης, που
συνεχίζει φυσικά το μεταρρυθμιστικό της έργο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις
διαχρονικές στρεβλώσεις και παθογένειες της ελληνικής πολιτείας, αλλά και
τις νέες προκλήσεις που εμφανίζει η σύγχρονη εποχή. Και όπως είναι λογικό,
οι εξελίξεις στην Αντιπολίτευση δεν αφορούν μόνο στη στάση αυτών των κομμάτων
σε τομεακές πολιτικές, αλλά και στη γενικότερη πολιτική στάση που θα
τηρήσουν οι νέες ηγεσίες, ενδεχομένως, ή οι σήμερα υφιστάμενες, σε
σχέση με τις επιχειρούμενες θεσμικές αλλαγές, ακόμα και σε σχέση με τη
συνταγματική αναθεώρηση. Αλλαγές τις οποίες η Κυβέρνηση εφαρμόζει με συνέπεια
στις δεσμεύσεις που ανέλαβε με τις προγραμματικές της θέσεις, στο πλαίσιο
του συνολικού σχεδίου της για τον εκσυγχρονισμό της χώρας, την
αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης και βεβαίως τη βελτίωση των παρεχόμενων
υπηρεσιών προς τους συμπολίτες μας.
Καίρια θέση σε αυτήν την
προσπάθεια, για την αναμόρφωση των λειτουργιών του κράτους, κατέχει η δραστική
βελτίωση στον χρόνο και στην ποιότητα της απονομής της δικαιοσύνης, που
αποτελεί βασικό πυλώνα της πολιτείας για τις δημοκρατικές της φυσικά
λειτουργίες, αλλά και για τις αναπτυξιακές προοπτικές της και όρο για την
κοινωνική σταθερότητα, ασφάλεια και συνοχή.
Ουσιώδη συστατικά αυτής της θεσμικής
αναμόρφωσης αποτελούν: η βελτίωση των υποδομών, ο εκσυγχρονισμός του
εξοπλισμού, η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών, η υιοθέτηση καλών
πρακτικών από συγγενή δικαστικά συστήματα, αλλά και η ενίσχυση και
βέλτιστη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Όχι στα λόγια, αλλά με
πράξεις. Κοντά στα 500 εκατομμύρια ευρώ διατίθενται για δικαστικά
κτήρια, για ψηφιακά μέσα και εφαρμογές, για την καλύτερη στελέχωση
και κατάρτιση δικαστών, βοηθών και γραμματέων.
Τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν
πράγματι γίνει σημαντικά βήματα που βελτιώνουν μέρα με τη μέρα το δικαστικό, το
νομοθετικό περιβάλλον. Και μιλάμε για ένα περιβάλλον που διέπεται από
εγγυήσεις, κανόνες και αρχές που δεν επιτρέπουν οβιδιακές αλλαγές, αλλά
μελετημένες, ορθολογικές και συστηματικές παρεμβάσεις, που μάλιστα απαιτούν
χρόνο από τη θέσπισή τους μέχρι να ξεκινήσουν να φέρνουν αποτελέσματα.
Σε όλες αυτές τις αλλαγές δυστυχώς
συναντάμε είτε τη δογματική είτε την προσχηματική αντίσταση από τα κόμματα της
Αντιπολίτευσης, που, ενώ υποτίθεται αναγνωρίζουν αυτές τις παθογένειες, δεν
είναι πρόθυμα να συνεργαστούν και να συναινέσουν.
Οι παθογένειες αυτές κατατάσσουν τη χώρα στην εκατοστή
τεσσαρακοστή έκτη θέση διεθνώς στον δείκτη για την ταχύτητα απονομής
της δικαιοσύνης, αφού -ως γνωστόν- η δικαστική εκκαθάριση μιας υπόθεσης
απαιτεί σχεδόν τριπλάσιο χρόνο στην Ελλάδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο
όρο, την ώρα μάλιστα που η Ελλάδα διαθέτει περίπου 37 δικαστές
ανά 100.000 κατοίκους, έναντι των περίπου 17, που αποτελεί τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο, κάτι που απαντά εμμέσως και στην μοναδική αιτίαση
που ουσιαστικά ακούγεται από τα κόμματα της Αντιπολίτευσης για τη βελτίωση
στην απονομή της δικαιοσύνης, δηλαδή τις νέες προσλήψεις.
Όμως, όσο φειδωλά εμφανίζονται τα
κόμματα της Αντιπολίτευσης στις μεταρρυθμίσεις και στις ουσιαστικές προτάσεις, τόσο
φλύαρα αποδεικνύονται στην κριτική και στις καταγγελίες για τις επιδόσεις του
κράτους δικαίου στην πατρίδα μας. Νομίζω πήραμε και σήμερα μία
γεύση. Σήμερα που συζητείται η δεύτερη πράξη μιας μεγάλης τομής για την
ελληνική δικαιοσύνη, η αλλαγή του δικαστικού χάρτη, η οποία από καιρό
μάλιστα ανακοινώθηκε -αν θυμάμαι καλά από τον Ιανουάριο
παρουσιάστηκε, κύριε Υπουργέ, στο Υπουργικό Συμβούλιο- και εξαντλητικά
συζητήθηκε έκτοτε στο πλαίσιο της διαβούλευσης με τους εμπλεκόμενους
και ενδιαφερόμενους φορείς. Μια μεταρρύθμιση που ενοποιεί στον πρώτο βαθμό
της δικαιοσύνης τα ειρηνοδικεία και τα πρωτοδικεία, ώστε
να εξορθολογιστεί ένα σύστημα που οδηγούσε μέχρι σήμερα στην
εκδίκαση του 20% των αστικών υποθέσεων από τους περίπου 970
ειρηνοδίκες και το υπόλοιπο 80% (μαζί με τις ποινικές υποθέσεις σε
πρώτο βαθμό) από 1200 πρωτοδίκες.
Έτσι, πλέον 2100
εν όλω δικαστικοί λειτουργοί θα δικάζουν το σύνολο των υποθέσεων
πρώτου βαθμού, επιτυγχάνοντας ισοκατανομή της δικαστικής ύλης.
Και τίθεται πλέον ως μετρήσιμος
στόχος, και όχι ως γενικόλογη ευχή, η μείωση του συνολικού χρόνου εκδίκασης σε
όλους τους βαθμούς κατά 30%, δηλαδή κατά 450 ημέρες.
Έτσι, μετά τον νόμο 5108/2024 για
την αναβάθμιση των ειρηνοδικών σε πρωτοδίκες, έρχεται σήμερα προς ψήφιση ένα
σχέδιο νόμου που ουσιαστικά αποτελείται από
τις εφαρμοστικές διατάξεις του Δικαστικού Χάρτη, με τις απαιτούμενες,
με τις αυτονόητες, τις αναγκαίες παρεμβάσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,
στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και
Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και συμπληρώνεται βέβαια και με ρυθμίσεις για
τη Δικαστική Αστυνομία.
Δεν θα επιχειρήσω μια
κατ’ άρθρον ανάλυση του σχεδίου νόμου, αφού ενδελεχώς αναφέρθηκε η
πολιτική ηγεσία και ο εισηγητής μας κ. Υψηλάντης στις πολυάριθμες
διατάξεις.
Αυτό που θέλω μόνο να σημειώσω είναι
ότι και πάλι η κριτική της Αντιπολίτευσης υπήρξε γενικόλογη και αόριστη έως και
αντιφατική, αφού από κάποια πτέρυγα ακούστηκε ότι βιαστήκαμε στη συγκεκριμένη
νομοθετική πρωτοβουλία, προκειμένου να αντλήσουμε ευρωπαϊκά κονδύλια, και από
κάποιαν άλλη ότι καθυστερήσαμε και δημιουργούμε προβλήματα ενόψει της έναρξης
της νέας δικαστικής χρονιάς.
Η αλήθεια, κυρίες και κύριοι
συνάδελφοι, είναι ότι είναι η ελληνική κοινωνία που δεν μπορεί να περιμένει
άλλο τις αναγκαίες αλλαγές, οι οποίες μπορεί να προκαλούν πρόσκαιρες δυσχέρειες
στο σύστημα, μέχρι να αφομοιωθούν πλήρως από τους δικαστικούς λειτουργούς και
από τους συλλειτουργούς, τελικά όμως θα αποδειχθούν ιδιαίτερα επωφελείς, τόσο
για τους ίδιους όσο κυρίως για τους Έλληνες πολίτες, που δικαιούνται την
πρόσβαση και παροχή έννομης προστασίας με όρους ευνομούμενης πολιτείας.
0 Σχόλια