Για ποια περήφανα γηρατειά; Μαγκλάρας Βασίλης

 



Η εικόνα γυρτή σ’ ένα πλαίσιο απελπισίας. Μια απόμαχη φιγούρα που καταρρέει περιορισμένη, στο γκρίζο περιτύλιγμα μιας απότοκης ζωής. Μετέωρη στο βηματισμό της και στο «βηματοδότη» που της επέβαλλαν, ισορροπεί τα εναπομείναντα βήματά της. Κρατάει υπομονετικά τη φθορά του χρόνου στα φθαρμένα ρούχα της να μην περάσει στην ψυχή της, γιατί εκεί αλίμονο, τελειώνουν όλα.

Στέκει εκεί μόνη, στο περιθώριο και μετράει τα χρόνια της σε μήνες, σε μέρες, σε εργατοώρες, που εξαγόρασαν την ύπαρξή της, για να κτίσουν έναν κόσμο που έφτασε μέχρι το φεγγάρι, αλλά δεν τη χωράει πλέον. Στέκει για όσο την κρατούν τα πόδια της και ο λογισμός της και αναρωτιέται απολογούμενη τα χρέη της και τις ανεξόφλητες οφειλές που δεν της απέδωσαν. Ναι, στέκει εκεί σαν την Ελλάδα, ανήμπορη να δοξαστεί για το παρελθόν της, ή να πεθάνει στο αδικαίωτο μέλλον της.

Μια φιγούρα όλη η Τρίτη ηλικία, που το χρώμα των μαλλιών τους λευκή επιταγή στους επερχόμενους. Που οι ρυτίδες του προσώπου τους, το ανάγλυφο της ζωής τους. Που η γνώση τους αδιάβαστη υποσημείωση, στο κενό της απαξίωσης τους. Κουρασμένοι όχι τόσο από το φόρτωμα της διαδρομής τους πάνω στη γη, όσο από το άδειασμα που τους επιφύλαξαν οι εισβολείς, στα κάθε είδους αποθεματικά τους.

Στέκει εκεί κάπου, στο τέλος του δρόμου του, ένας απ’ όλους και όλοι για έναν, όπως έλεγαν και συλλογιέται αν άξιζε τον κόπο η θυσία του. Θυμάται, ήταν δεν ήταν η αρχή, ή το τέλος της δεκαετίας του πενήντα, που με κοντά παντελονάκια έμπαινε στη βιοπάλη, κρατώντας τα σχολικά βιβλία από τη μια και τις δουλειές του ποδαριού από την άλλη. Πάλευε με την επιβίωση και με τη γνώση και μεγάλωνε, και όσο μεγάλωνε μεγάλωναν και τα όνειρά του. Μεγάλωνε και η πίστη του στην αξία του και έφτιαξε τα ιδανικά του και κάπου εκεί ωρίμασε και άρχισε να διεκδικεί τα δίκαιά του.

Παιδί της γενιάς του 114, του Ανένδοτου Αγώνα (ποιος τα θυμάται), των Ιουλιανών, των Αποστατών, των Ανακτορικών πραξικοπημάτων, που προετοίμασαν μέσα από μια άκρατη συντήρηση, το δρόμο της Δικτατορίας και την κατάλυση της Δημοκρατίας. Και ύστερα η κάθε μορφής αντίσταση στη Χούντα των συνταγματαρχών, η εξέγερση της Νομικής, το Πολυτεχνείο, η προδοσία που οδήγησε στην Εθνική τραγωδία της Κύπρου και στην επάνοδο της ομαλότητας.

Χρόνια «γόνιμα» μιας ταραγμένης γενιάς που τα κέρδιζε αγόγγυστα, ώσπου να τους αναγνωριστούν από τον ΑΝΤΡΕΑ. Οι απόμαχοι πλέον να μην είναι το ρημαδιό της ζωής, αλλά «ΤΑ ΠΕΡΗΦΑΝΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ». Οι καλλιεργητές της Νεότερης Ελλάδας, να έχουν την αξιοπρέπεια που δικαιούνται φέρνοντας τη Χώρα μας σε μια οικονομική σταθερότητα και εντάσσοντας την μέσα στους μεγαλύτερους Οργανισμούς της Ευρώπης και του Κόσμου.

Αυτά μέχρι που οι νεόκοποι και οι ακάπνιστοι ανέλαβαν τις ζωές μας και χωρίς να λογοδοτήσει κανένας, μας έσυραν στη χρεοκοπία. Όχι μόνο στην οικονομική, αλλά και στην πολιτική, στην κοινωνική, στην κρίση θεσμών και αξιών, στην κατάπτωση των ιδανικών, στην απαξίωση των ιδεών, στην παράδοση τέλος, στην ΟΡΓΗ της Άνω και της Κάτω Πλατείας. Τα άνθη του κακού ανέδειξαν τη δυσοσμία της “πολιτικής ακρότητας” με κάθε τρόπο.

Τα επακόλουθα γνωστά. Τρία μνημόνια και το τρίτο το χειρότερο. Κάθε μνημόνιο και μια μαχαιριά στην πλάτη των συνταξιούχων, κάθε περικοπή και μια Σταύρωση στη Τρίτη Ηλικία, κάθε μέρα της οικονομικής κρίσης και ένα νέο άθροισμα στην εξαθλίωση των εξασθενημένων γηρατειών. Και η εξόντωση συνεχίζεται παρά τις εξαγγελίες των νέων κυβερνητών. Ενώ διαβεβαίωναν λόγου χάριν, ότι θα δοθεί πολιτική λύση στα παρανόμως παρακρατηθέντα από τους προηγούμενους. Τώρα υπεκφεύγουν με δικαστικές αποφάσεις, ή σφυρίζουν αδιάφορα για όσα έχουν υποσχεθεί.

Γιατί τα λέω όλα αυτά; Βλέπω στις περιοδείες των πολιτικών αρχηγών, κυρίως των δύο μεγαλύτερων δημοσκοπικά κομμάτων, που κατά κόρο δείχνουν οι τηλεοράσεις εν όψει των Ευρωεκλογών. Πλήθος ηλικιωμένων και των δύο φίλων, να τρέχει πίσω τους, να τους χειροκροτούν και να διαγκωνίζονται μια χειραψία μαζί τους. Κάποιοι μάλιστα, επιχειρούν να τους φιλήσουν και τα χέρια. Ναι, μετά από όλα όσα έχουμε υποστεί. Εκεί γονατιστοί! Υποχρεωμένοι! Σφάξε με, ρε πασά μου ν’ αγιάσω. Τι να πω; Δεν ξέρω τι με φοβίζει περισσότερο, η αλαζονεία της εξουσίας, ή η άνευ όρων υποταγή. Και μετά μας έλεγε ο ποιητής μας Ανδρέας Κάλβος, σε χρόνια δύσκολα και χαλεπούς καιρούς: «Του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει».

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια