Εκδόσεις Παρέμβαση «Η μνήμη είναι εγγύηση ταυτότητας. Κάθε άτομο έχει βέβαιη ταυτότητα στο παρόν μόνο χάρη στη συσσώρευση πραγμάτων, που έχει απωλέσει, στη μνήμη»

 


Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Παρέμβαση η τελευταία συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Δαλαμήτρου με τίτλο: «Μνημοθόνη». Αφορά ξεχωριστές ιστορίες, γραμμένες ως επί το πλείστον κατά την περίοδο της πανδημίας, που προβάλλουν τη δυναμική των αναμνήσεων. Τα αντικείμενα ως σύμβολα ενός περασμένου γεγονότος ή οι βαθιές εσώτερες σκέψεις μέσω της «Μνημοθόνης» μπορούν να αφήσουν πιο ανεξίτηλα σημάδια πάνω μας;

  • Η «Μνημοθόνη», τίτλος της τελευταίας σας συλλογής διηγημάτων, περιγράφεται ως ένας μηχανισμός ανάσυρσης αναμνήσεων· αξίζει, πιστεύετε, να αναμοχλεύουμε τα «παλιά»; Η «μνήμη» είναι ένας παράγοντας που συνδέεται με το παρόν και το μέλλον μας;

 

H μνήμη είναι εγγύηση ταυτότητας. Η ικανότητα ενός ατόμου να διατηρεί μία χρονική συνέχεια παρελθόντος-παρόντος εγγυάται την ταυτότητά του στο παρόν, ακόμη κι αν αυτή η χρονική συνέχεια, η ανάμνηση ή γνώση του παρελθόντος, σημαίνει επιβεβαίωση των απωλειών που έχει ζήσει αυτό το άτομο.  Γιατί γνώση ή ανάμνηση σημαίνει ήδη απόσταση από τη βιωμένη εμπειρία.  Κάθε άτομο, συνεπώς, έχει βέβαιη ταυτότητα στο παρόν μόνο χάρη στη συσσώρευση πραγμάτων, που έχει απολέσει, στη μνήμη.  Ακούγεται οξύμωρο.  Το μέλλον είναι εκείνη η στιγμή στην οποία θα κατανοηθεί, αναδρομικά, το παρόν, χτίζοντας έτσι περαιτέρω την ταυτότητα.  Στο εν λόγω διήγημα που εμφανίζεται η Μνημοθόνη, και δανείζει και το όνομά της στη συλλογή, διατυπώνονται οι δύο συνέπειες αναμόχλευσης της μνήμης: από τη μία, η συσκευή της Μνημοθόνης επιτρέπει τη διατήρηση της συνέχειας του “ποιος είμαι” στο παρόν, και από την άλλη, η ίδια η συσκευή ίσως έχει επιφέρει μία υπερπροβολή των αναμνήσεων παντού εις βάρος του παρόντος, μία αρχαιολαγνεία του οικείου, υποκειμενικού, παρελθόντος.

  • Διηγήματά σας, όπως η ιστορία του «Ρωμαίου» και της «Ιουλιέτας», είναι ποτισμένα από την πρωτόγνωρη εμπειρία της πανδημίας που βιώνουμε. Πώς σας επηρέασε η πραγματικότητα αυτή ως προς τη συγγραφή του βιβλίου;

 

O εγκλεισμός στο σπίτι λόγω των απαγορεύσεων που ίσχυαν την τελευταία διετία έδωσε ένα δώρο στους ανθρώπους: το δώρο του χρόνου.  Ξαφνικά ο χρόνος ήταν πολύς και η πραγματικότητα, για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία της δικής μου γενιάς, ξεπέρασε τη φαντασία και τη λογοτεχνία: πανδημία, λοκντάουν, επικίνδυνος ιός, εικόνες καταστροφής, εικόνες που, για να τις επεξεργαστείς, έπρεπε να καταφέρεις την άρση δυσπιστίας, όπως έλεγαν οι Ρομαντικοί για τη λογοτεχνία: για να απολαύσεις ένα λογοτεχνικό έργο, πρέπει να άρεις τη δυσπιστία σου για την πλασματικότητά του, να το πιστέψεις σαν να συμβαίνει στα αλήθεια.  Μία τέτοια α-πιθανότητα που μας συνέβη στα αλήθεια ήταν η πανδημία, και ίσως οι ιστορίες μου ωχριούν μπροστά της.  Ήθελα, γράφοντάς τες, να θυμόμαστε στο μέλλον, εμείς και οι επερχόμενοι, πως τέτοιες α-πιθανότητες δεν είναι σπάνιες τελικά, ξεπερνούν σε φαντασία τη λογοτεχνία.


  • Πέρα από τις συλλογές διηγημάτων, έχετε εκδώσει και ποιητικές συλλογές. Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που ωθεί έναν συγγραφέα να εκφραστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ή πρόκειται για συγκυρία;

Nομίζω πως τα δύο είδη δεν διαφέρουν πολύ.  Ένα μεγάλο πεζό ποίημα είναι μία καλή μικροϊστορία, ενώ ένα σύντομο διήγημα, αν το μεταγράψεις σε άλλη διάταξη στο χαρτί, αν το “σπάσεις” στις περιόδους που το αποτελούν, γίνεται ένα πεζό ποίημα.  Το κοινό τους είναι η διάθεση για συμπύκνωση της συγκίνησης και η αφαιρετική ικανότητα, το διώξιμο των περιττών.


Έχοντας ασχοληθεί και με την αγγλική λογοτεχνία, νιώθετε πως έχει σας έχουν γοητεύσει περισσότερο οι Έλληνες ή οι Άγγλοι συγγραφείς. Τι σας έμεινε ως χαρακτηριστικό από την ενασχόλησή σας με τη λογοτεχνία τόσο της μίας όσο και της άλλης χώρας;



Πατρίδα μου οι Έλληνες συγγραφείς και χώρα μετανάστευσης οι Άγγλοι.  Η μελέτη των δεύτερων, της γλώσσας τους και στη γλώσσα τους, ήταν ένα σπουδαίο θεωρητικό εργαλείο αποστασιοποίησης: να βλέπεις ψύχραιμα και νηφάλια τη δική σου ποιητική παράδοση, να συνεκτιμάς τη δύναμη των σημείων της γλώσσας σε κάθε ξένη γλώσσα, και να “παίζεις” γράφοντας και δανειζόμενη σημαίνοντα από την παράδοση δύο χωρών.  Η γνώση γλωσσών είναι πρώτιστα εξοικείωση με αλλότριους ήχους και σημεία (στο χαρτί), είναι ένα ευχάριστο ξεβόλεμα, σαν αυτά που οφείλει να κάνει η καλή λογοτεχνία: καθιστά ανοίκεια την πραγματικότητα.  Πόσω μάλλον όταν η ξένη γλώσσα που μελετάς χρησιμοποιείται λογοτεχνικά, δηλαδή μεταφορικά – εκεί η μελέτη της ξένης γλώσσας είναι μία ανοικείωση εις διπλούν, ξένη η γλώσσα και τα σημεία της, ξένες (μεταφορικές) και οι σημασίες του έργου.  Νιώθω τυχερή για τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστράφηκα στις μεταπτυχιακές μου σπουδές – ερευνητές και καθηγητές της Λογοτεχνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης αλλά και στο Essex University της Αγγλίας.  Πριν είκοσι χρόνια, όταν σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη, η Αγγλική Φιλολογία φιλοξενούσε ήδη μαθήματα όπως Λογοτεχνία του Φανταστικού, Επιστημονική Φαντασία, Αφροαμερικανοί Συγγραφείς, Φεμινιστική Θεωρία, Μετα-αποικιακό Θέατρο, Σπουδές Φύλου.  Δεν ξέρω πόσα άλλα τμήματα Φιλολογίας είχαν τη δύναμη να εμβαθύνουν κοινωνικά σε αυτές τις κατηγορίες γραφής.


  • Έχετε ένα ιδιαίτερο τρόπο γραφής. Υπάρχει κάποιο μοτίβο που συνηθίζετε να χρησιμοποιείτε ή κάποιο σύμβολο, όπως τα «βότσαλα»;

 

Ίσως είναι αυτή η αδυναμία μου να γράφω μεγάλα πεζά ποιήματα, που λένε μία ιστορία, ή διηγήματα που κρύβουν μία εικόνα, σαν τα σύμβολα της ποίησης.  Ίσως επειδή θεωρώ τα δύο είδη, και τα δύο μικρές φόρμες, πολύ κοντά το ένα στο άλλο τελικά.


  • Πιστεύετε πως ένας συγγραφέας γίνεται ή γεννιέται; H δημιουργική γραφή, μια «μόδα της εποχής», μπορεί να δημιουργήσει νέους συγγραφείς ή η έμπνευση και αποτύπωσή της στο χαρτί είναι κάτι έμφυτο;

 

Με όλο τον κίνδυνο να ακουστώ συντηρητική, θα υποστηρίξω πως η λογοτεχνική γραφή δε γίνεται να διδαχθεί.  Γίνεται να κατακτηθεί η γνώση της, ναι, η θεωρία της, τα είδη, τα ρεύματα, οι σχολές, αλλά δεν γίνεται να αναπαραχθεί αυτή, η λογοτεχνική γραφή, απλά και μόνο επειδή κατακτήθηκαν κάποιες γνώσεις.  Κι αυτό γιατί πιστεύω πως η γραφή, τα σύμβολά της, όπως όλα τα σύμβολα, όπως η γλώσσα, όπως η φωνή, ξεπηδούν από μία ανάγκη, από μία έλλειψη στο υποκείμενο, έλλειψη θεμελιώδη, ίσως και τραυματική.  Οι απώλειες που λέγαμε στην αρχή.  Πρέπει να χάσεις, για να θυμάσαι, πρέπει να θυμάσαι για να είσαι, πρέπει να χάσεις για να γράψεις για να εκτονώσεις όσα θυμάσαι.  Αυτό το ζεις.  Αυτό είσαι.  Δεν διδάσκεται.

Συνέντευξη στη Φιλιώ Μπτούρη



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια