Ο παγωτατζής της Πτολεμαΐδας. Του Ευθύμη Σαββάκη

 


«Γεννήθηκα στη Βλάστη το 1938. Έχω μπει στην ένατη δεκαετία της ζωής μου. Το 1945 ήρθαμε στην Πτολεμαΐδα. Αλάνες, παιχνίδια στους χωματόδρομους, αντικείμενα που έμοιαζαν με μπάλες ποδοσφαίρου. Τρία χρόνια αργότερα, έχασα τον πατέρα μου. Αλλά είχα μια μάνα-βράχο. Κάθε μέρα μάς περίμενε συσσίτιο: γάλα, κασέρι, ψωμί, σταφιδόψωμο κάποιες φορές και αμπούλες από μουρουνέλαιο. Έπρεπε να δυναμώσουμε, βλέπεις. Μπαίνω στο Γυμνάσιο και το τελειώνω με καλούς βαθμούς, κατόρθωμα για τότε. Αν κάποιος έπαιρνε 16-17 εκείνα τα χρόνια, ήταν θρύλος στα μάτια μας. Περνάω στο Οικονομικό, αλλά τα έξοδα για σπουδές δεν χωρούσαν στον προϋπολογισμό μιας οικογένειας που είχε ήδη χάσει το ένα της μέλος».

«Μένω, λοιπόν, στην Πτολεμαΐδα και αποφασίζω να ασχοληθώ με τη λέξη με την οποία γέμιζα θρανία και τετράδια: παγωτό. Ένας γνωστός με είχε βάλει να μοιράσω σε ένα πανηγύρι για χαρτζιλίκι. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα όλη τη διαδικασία από κοντά. Τότε δεν χρησιμοποιούσαν ηλεκτρικά ψυγεία, αλλά παγωνιέρες, τις λεγόμενες στόφες. Και όλη τη συντήρηση αναλάμβαναν ο πάγος και το αλάτι! Το επιχειρηματικό μικρόβιο είχε μπει για τα καλά μέσα μου. Λίγο καιρό μετά, αφότου ήρθε το ρεύμα στην Πτολεμαΐδα, με εμπιστεύτηκε ένας αντιπρόσωπος. Στόφα, πάγος και αλάτι. Αυτό ήταν το εικοσιτετράωρό μου. Έπειτα από δύο τρία χρόνια, πήρα την αποκλειστική αντιπροσωπεία της ΕΒΓΑ στην Πτολεμαΐδα, όμως με έκαιγε να κάνω κάτι δικό μου. Το 1970 βγάζω το πρώτο μου παγωτό βανίλια, με την επωνυμία “Ωμέγα”. Το συγκεκριμένο γράμμα για μένα δείχνει την τελειότητα, την ολοκλήρωση. Το όνομά μας άρχισε να ακούγεται σε όλη την περιφέρεια. Οι ανταγωνιστές μου αγόραζαν τα περισσότερα παγωτά, για να μη φαίνεται ότι το προϊόν μου κυκλοφορεί στην πόλη!».

«Ξεκινήσαμε τη διανομή με καροτσάκια και στόφες. Έπειτα απέκτησα μια μοτοσικλέτα, με την οποία όργωνα τα χωριά. Ξεκινούσα το πρωί και γύριζα αργά το βράδυ. Είχαμε φτάσει σε σημείο να με περιμένουν στις γύρω περιοχές. Εκείνα τα χρόνια ήταν τα πιο όμορφα, αλλά και τα πιο κουραστικά της ζωής μου. Σκέψου ότι ήμασταν δύο άτομα για την παραγωγή: εγώ και η γυναίκα μου. Συχνά με πείραζε: “Όλοι στην πόλη δουλεύουν στη ΔΕΗ κι εμείς είμαστε μέσα στα καζάνια”. Γελούσαμε. Τίποτα δεν θα είχε γίνει χωρίς εκείνη. Όταν χρειαζόταν να λείψω, ήταν εκεί. Στο μαγαζί, στην παραγωγή. Έπαιρνε την κούρσα, έβαζε πάνω κούτες και μοίραζε στα χωριά. Σε μία από τις συζητήσεις μας ένα βράδυ, αποφασίζουμε να βελτιώσουμε το προϊόν (τα παγωτά έπιαναν μετά από μέρες κρυσταλλάκι και αχρηστεύονταν), γι’ αυτό κατέβηκα σε μια έκθεση στη Θεσσαλονίκη, για να γνωρίσω τους “μαέστρους” του παγωτού, τους Ιταλούς. Μου δείχνουν μια πολυμηχανή, τη γνωστή τότε Pancolini, που είχε πάρει την ονομασία της από τον θρυλικό εργοστασιάρχη και μέγα λάτρη του παγωτού. Αποφασίζω να πάω ο ίδιος στην Ιταλία, για να δω από κοντά την επανάσταση που είχαν φέρει στη διαδικασία παραγωγής».

«Μαζεύω κάποιες οικονομίες και ξεκινάω Κυριακή μεσημέρι από τη Θεσσαλονίκη με τα περίφημα τότε λεωφορεία ΜΕΤ. Δευτέρα βράδυ, μπαίνω σε ένα ξενοδοχείο. Δεν ήξερα γρι ιταλικά και σχημάτιζα προτάσεις μέσα από ένα βιβλιαράκι της ιταλικής γλώσσας. Μου λένε το ποσό για τη διανυκτέρευση. Υπολογίζω ότι όλο μου το μπάτζετ θα εξαφανιζόταν σε τέσσερις διανυκτερεύσεις. Βγαίνω με δάκρυα στα μάτια και αρχίζω να υπολογίζω πώς θα γυρίσω στην Ελλάδα. Στο παραδίπλα μαγαζί βλέπω έναν κύριο να σκουπίζει το πεζοδρόμιο. Τραγουδούσε κάτι στα ελληνικά. Γνωριζόμαστε και μου δίνει οδηγίες για το πώς πρέπει να κινηθώ. Νοικιάζω δωμάτιο σε μια πανσιόν και το επόμενο πρωί ήμουν στην έκθεση. Συναντάω τον ίδιο τον Pancolini και μου δείχνει το πολυμηχάνημά του, που έβραζε, παστερίωνε και συντηρούσε το γάλα. Μου λέει την τιμή και αντιλαμβάνομαι ότι δεν έχω ολόκληρο το ποσό. Μου ζητάει να του αφηγηθώ την ιστορία μου. Καταλήγω ότι θέλω να φτιάξω το καλύτερο παγωτό στην Ελλάδα και δώσαμε τα χέρια. Με διευκόλυνε με τις δόσεις και με εμπιστεύτηκε όσο κανείς άλλος. Έκτοτε κάθε χρόνο πηγαινοερχόμουν Ιταλία. Γνώρισα τους σημαντικότερους παγωτατζήδες της χώρας».

«Το 1985 βγάζω στην Πτολεμαΐδα το προϊόν που ονειρευόμουν. "Παγωτά Λάτσιος". Τους συστήσαμε το κύπελλο, το push up, τον πύραυλο, τα 4 x 4. Έρχονταν από κάθε γωνιά της χώρας για να τα δοκιμάσουν. Τουρίστες από Ολλανδία, Αυστρία, Αυστραλία, που επισκέπτονταν τη Θεσσαλονίκη, έκαναν και ένα ταξίδι μέχρι την Πτολεμαΐδα. Σταδιακά μπήκαν στην επιχείρηση και τα παιδιά μου. Βγάλαμε κι άλλα προϊόντα, βελτιστοποιήσαμε τις εγκαταστάσεις και το μαγαζί. Κάθε μέρα στην πόρτα του θα με βρεις. Στα 81 μου. Επιβλέπω, συζητάω με τα παιδιά, δοκιμάζουμε, ακούμε τον κόσμο. Το παγωτό είναι σαν το θέατρο. Πριν από το χειροκρότημα θέλει αμέτρητες ώρες πρόβα».

*Η ιστορία του Στέργιου Λάτσιου όπως μου την αφηγήθηκε το 2019 για τΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - Επίσημη σελίδα.

Φωτογραφία: Γιώργος Πλανάκης


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια